βραχυγραφικός

βραχυγραφικός
-ή, -ό
επίρρ., βραχυγραφικά αυτός που αναφέρεται στη βραχυγραφία: Στην αρχαιότητα, κατά την αντιγραφή χειρογράφων χρησιμοποιούνταν διάφορα βραχυγραφικά σημεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συντομογραφικός — ή, ό, Ν [συντομογραφία] βραχυγραφικός. επίρρ... συντομογραφικώς και συντομογραφικά Ν με συντομογραφία …   Dictionary of Greek

  • νίκη — η 1. η επικράτηση σ οποιονδήποτε τομέα: Πέτυχαν σπουδαία νίκη οι αθλητές μας. – Νίκη των δημοκρατικών στις εκλογές. – Nίκη του στρατού στη μάχη. – Nίκη του φωτός ενάντια στο σκότος. 2. ως κύρ. όν., Νίκη θεότητα των αρχαίων Ελλήνων, που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”